- ωό(ν)
- το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α(για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγόνεοελλ.1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο ωάριο, από τις προστατευτικές του μεμβράνες και από κάθε είδους συνοδευτική θρεπτική ουσία2. αρχιτ. ωοειδές κόσμημα τών κιονοκράνων3. φρ. α) «σιγά τα ωά»(ειρωνικά) χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η παντελής αδιαφορία ενός ατόμου για μια απειλή ή προειδοποίηση ή και για κάτι το οποίο για άλλους θεωρείται σημαντικόβ) «ωόν τού Ορφέως»(στην αρχ. φιλοσ.) σύμβολο τής γονιμοποιού αρχής τής φύσηςγ) «ωόν όφεως»(στους Γαλάτες) απολίθωμα ωοειδούς σχήματος στο οποίο οι Δρυΐδες απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητεςδ) «ωόν τού Οσίριδος»(στην αιγυπτιακή μυθ.) θαυματουργό αβγό μέσα στο οποίο ο Όσιρις και η Σηθ είχαν δήθεν κλείσει ο πρώτος δώδεκα λευκές πυραμίδες, σύμβολο τού καλού, και η δεύτερη δώδεκα μαύρες πυραμίδες, σύμβολο τού κακούε) «ηλεκτρικό ωό»(ηλεκτρολ.) ωοειδές γυάλινο δοχείο στο οποίο δημιουργείται κενό αέρα, για την παρατήρηση ηλεκτρικών εκκενώσεων μέσα σ' αυτόαρχ.1. (για φυτά) σπέρμα, σπόρος2. είδος ποτηριού που χρησίμευε για αφαίμαξη, βεντούζα3. ποτήρι με ωοειδές σχήμα4. είδος αγγείου («Λύδια ᾠά», επιγρ.)5. φρ. «ᾠὰ ἡμιπαγέα» — αβγά μελάτα (Ιπποκρ.)6. παροιμ. φρ. «ᾠὸν ἅπας γέγονεν» — λεγόταν για κάποιον που το κεφάλι του έγινε τελείως φαλακρό και γυαλιστερό σαν το αβγό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ᾠόν ανάγεται σε ΙΕ τ. *ōwyo- και συνδέεται με τύπους της Ινδοευρωπαϊκής, από τους οποίους άλλοι εμφανίζουν στο θέμα τους -y- και άλλοι -F-. Σε ρίζα *ōyo- ανάγονται οι τ. τής Σλαβικής: σερβ. jaje, αρχ. σλαβ. ajĭce, το αρμ. ju, αρχ. άνω γερμ. ei, αρχ. ισλδ. egg. Σε ρίζα *ōwo- ανάγεται το λατ. ōvum. Στην ίδια την Ελληνική, εξάλλου, ο τ. ὤεον οδηγεί σε ρίζα *ōweyo-, παράλληλη τής μορφής *ōwyo-. Οι προσπάθειες, τέλος, να αναχθούν όλοι οι προηγούμενοι τ. σε κοινή μορφή ρίζας και να συνδεθούν με τη ρίζα τής λ. οἰωνός* (< ὀFı-ωνός) προσκρούουν σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες.ΠΑΡ. ῳωδηςμσν.ᾠΰφιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ωόγαλα, ωογενής, ωοειδής, ωοπώλης, ωοτόκος, ωοφόροςαρχ.ᾠοβραχής, ᾠοθεσία, ᾠοκοπίανεοελλ.ωοβαφή, ωοβόρος, ωογαμία, ωοδόχη, ωοθήκη, ωοκύτταρο, ωολεύκωμα, ωολογία, ωομαντεία, ωοπαραγωγή, ωοπλασία, ωορρηξία, ωοφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.